Τζεμ Κοέν: Καταγράφοντας την εξέγερση

17 Ιουλίου, 2012

Σε μια εποχή όπου όλοι προσπαθούν απεγνωσμένα να αποτυπώσουν την «πραγματικότητα» μέσα από κακοφτιαγμένα βιντεάκια προορισμένα για ημερήσια κατανάλωση στα κοινωνικά δίκτυα ο Τζεμ Κοέν μετατρέπει το επείγον και το εφήμερο σε αληθινή τέχνη.

Όσοι ασχολούνται με τη μουσική είναι πολύ πιθανό να έχουν ξανακούσει το όνομα του σκηνοθέτη Τζεμ Κοέν έστω και έμμεσα, αντίθετα πολύ φοβάμαι ότι όσοι ασχολούνται με το σινεμά μπορεί και να αγνοούν την ύπαρξή του. Ο σπουδαίος δημιουργός, αληθινό γέννημα θρέμμα της Νέας Υόρκης και σταθερός χρονικογράφος της, έχει υπογράψει βίντεο για τους R.E.M , τους Miracle Legion και τους Sparklehorse, έχει συνεργαστεί με την Cat Power και την Πάτι Σμιθ (υπογράφοντας μάλιστα μια δουλειά αφιερωμένη στον Βάλτερ Μπέντζαμιν), συνδέθηκε στενά με τον μακαρίτη πλέον Βικ Τσέστνατ κυρίως όμως είναι γνωστός για τη στενή συνεργασία του με τους φοβερούς και τρομερούς Fugazi  έχοντας υπογράψει μεταξύ άλλων το εξαιρετικό ντοκιμαντέρ Instrument. Οι πολιτικές ευαισθησίες του Κοέν ήταν αυτές που τον έφεραν άλλωστε σε επαφή με την περίφημη αναρχική κολλεκτίβα των Ολλανδών The Ex καρπός της οποίας υπήρξε η αριστουργηματική καταγραφή της συναυλίας τους στη Νέα Υόρκη στο Building a Broken Mousetrap ένα από τα καλύτερα «concert movies» που έχουν γίνει ποτέ. Σταθερά πιστός στις ανεξάρτητες ρίζες του ο Κοέν δημιουργεί αθόρυβα εδώ και παραπάνω από δύο δεκαετίες ένα πολύτιμο πολύπλευρο έργο που αποτελείται εκτός από τις «μουσικές» δουλειές του από ντοκιμαντέρ (Benjamin Smoke, Chain), πειραματικές δημιουργίες μικρού μήκους  και εγκαταστάσεις που έχουν φιλοξενηθεί κατά καιρούς σε μερικές από τις σημαντικότερες αίθουσες τέχνης στον κόσμο.

Στο πάρκο Ζουκότι και πέρα από αυτό

Το περασμένο φθινόπωρο ο Τζεμ Κοέν άρχισε συστηματικά να επισκέπτεται το περίφημο πια πάρκο Ζουκότι αρχικά με μια super 8 κάμερα και αργότερα με μια ψηφιακή κάμερα υψηλής ευκρίνειας, κυκλοφορώντας αθόρυβα ανάμεσα στα συναθροισμένα πλήθη του κινήματος Occupy Wall Street, καταγράφοντας κάποιες διαφορετικές όψεις ενός από τα πιο προβεβλημένα γεγονότα των τελευταίων μηνών. Απέναντι στον κατακλυσμό από εκατοντάδες βίντεο που καταγράφουν τις βίαιες κινητοποιήσεις με στόχο το θέαμα, αναζητώντας με κάθε τρόπο να αιχμαλωτίσουν τη βία και την ένταση ο Κοέν επιλέγει να αντιπαραθέσει μια ματιά σχεδόν ανθρωπολογική, παρατηρεί από απόσταση παραμένοντας αόρατος χωρίς να ερμηνεύει ή να προβοκάρει. Παρότι ολιγόλεπτες, οι ατμοσφαιρικές ταινίες του δεν διεκδικούν το ντοκουμέντο της στιγμής καθώς έχουν χτιστεί με ένα πολύ προσεκτικό μοντάζ και με ιδιαίτερη έμφαση στον ήχο τους, δημιουργώντας με βάση την πολύβουη ατμόσφαιρα της Νέας Υόρκης και δουλεύοντας κυρίως με φυσικούς ήχους, ένα πολυεπίπεδο ambient ηχητικό περιβάλλον όπως μας συνηθίζει ο σκηνοθέτης. Η πόλη και η μεταμόρφωσή της μέσα από τις κινητοποιήσεις των ανθρώπων της είναι ίσως και ο πραγματικός πρωταγωνιστής. Ο ίδιος λέει ότι προσπάθησε να κρατήσει μια δύσκολη ισορροπία καθώς από τη μια μεριά έβλεπε τον εαυτό του σα μέρος του κινήματος, αλλά ταυτόχρονα το κινηματογραφούσε προσπαθώντας να μην μετατραπεί απλά σε έναν ακόμη στρατευμένο συνήγορό του. Σε ένα κείμενό του στο Art Forum σημειώνει «Προσπάθησα να επικεντρωθώ σε απλά πράγματα, σε ένα κίνημα που ξεδιπλώνεται κάτω από το φως της ημέρας, στη βροχή, στο σκοτάδι, αλλά και σε πιο μεγάλες στιγμές όπως η πορεία στην Times Square στις 15 Οκτωβρίου. Υπάρχουν στιγμές που σε εμπνέουν πραγματικά, υπάρχουν όμως και μεγάλες απογοητεύσεις, αμφιβολίες. Τις καταγράφεις όλες; Και πώς καταφέρνεις να μην προδώσεις αυτό τον αγώνα και τα ίδια τα γεγονότα; Ούτε μου αρέσει καθόλου αυτή η καταπίεση της αμφιβολίας που χαρακτηρίζει τη στρατευμένη τέχνη. […] Οι άνθρωποι αυτοί έχουν κουραστεί να έχουν κάμερες κυριολεκτικά μέσα στα μούτρα τους. Η συνεχής καταγραφή είναι ευχή και κατάρα. Στην καλύτερη περίπτωση βέβαια αυτός είναι ο τρόπος να γίνει ευρύτερα γνωστό το κίνημα. Τα κυρίαρχα μέσα όμως εξ ορισμού είναι αντίθετα στην ανάλυση και σε μια εστιασμένη ματιά. Ήδη σιγά-σιγά η επικαιρότητα εγκαταλείπει το κίνημα. Αισθάνομαι την ανάγκη να βρω τους λόγους και τις γωνίες εκείνες που θα διαφέρουν. Είμαι στα αλήθεια περίεργος να δω τι θα σημαίνουν αυτές οι ταινίες μετά από είκοσι χρόνια»

Το τελικό αποτέλεσμα με τίτλο «NEWSREELS: Reports from Occupy Wall Street by Jem Cohen» απαρτίζεται από 12 μικρού μήκους ταινίες χωρισμένες σε δύο μέρη, Series One με πέντε ταινίες και Series Two με εφτά ταινίες, με συνολικές διάρκειες αντίστοιχα 24 και 48 λεπτά. Δεν είναι λίγοι αυτοί που συγκρίνουν τη δουλειά του Κοέν με αυτή του Ζαν Βιγκό ή του Κρις Μαρκέρ ενός ακόμη δημιουργού που αγκάλιασε τις κινητοποιήσεις. Την εποχή που το κίνημα βρισκόταν στο φόρτε του ο κινηματογράφος και χώρος πολλαπλών εκδηλώσεων IFC Center είχε την πανέξυπνη ιδέα να ενσωματώσει τα φιλμάκια πριν από την προβολή των κανονικών ταινιών, όπως γινόταν κάποτε και στους δικούς μας κινηματογράφους με τα επίκαιρα. Παράλληλα ο σκηνοθέτης δημιούργησε μια ξεχωριστή σελίδα στο VIMEO με τίτλο Gravity Hills Newsreels. Το Φεβρουάριο η πλήρης συλλογή ταινιών παρουσιάστηκε ως installation στο Τορόντο στο περίφημο Lightbox επίσημη έδρα της Ταινιοθήκης του Οντάριο και του Φεστιβάλ του Τορόντο.

Προσωπικά, σε μια χώρα που εδώ και τρία σχεδόν χρόνια ζει σε αληθινό αναβρασμό περιμένω με αγωνία τις δουλειές των δικών μας σκηνοθετών που θα επιχειρήσουν να μας χαρίσουν μια δημιουργική ανάμνηση από την εποχή που αναμφισβήτητα θα μας καθορίσει για πολλά-πολλά χρόνια.

(Λευτέρης Αδαμίδης, Περιοδικό ΜΟΝΟ, Τεύχος 11, 29/06/2012)


65ο Φεστιβάλ Καννών: Αναμνήσεις από ένα δεκαήμερο

17 Ιουλίου, 2012

Το μεγαλύτερο κινηματογραφικό γεγονός του πλανήτη αποτελεί πλέον παρελθόν με μια όπως είχαμε προβλέψει όχι και τόσο επετειακή στην ουσία της χρονιά και μάλιστα την πιο βροχερή που θυμούνται εδώ και καιρό οι ηλιόλουστες συνήθως Κάννες. Τα βραβεία με τη σειρά τους δια χειρός του υπερ-συντηρητικού προέδρου Νάνι Μορέτι δεν έκαναν τίποτε για να διασώσουν έστω στη μνήμη τις αληθινά σπουδαίες στιγμές του φεστιβάλ. Με εξαίρεση βέβαια τον δίκαιο Χρυσό Φοίνικα στο Amour του Μίκαελ Χάνεκε, μια ταινία που μονοπώλησε από την αρχή το ενδιαφέρον ξεχωρίζοντας άνετα ως το απόλυτο φαβορί, αφήνοντας μόνο την αμφιβολία αν θα δοθεί σε τόσο σύντομα, μόλις τρία χρόνια μετά την Λευκή Κορδέλα στον αυστριακό δημιουργό η ύψιστη διάκριση. Παρά τη δεινή οικονομική κατάσταση της χώρας οι Έλληνες διανομείς αγόρασαν σχεδόν τα πάντα στις Κάννες, σχεδόν τίποτε δεν θα λείψει από τις αίθουσες τον επόμενο χειμώνα, θα μπορέσετε λοιπόν να κρίνετε με τα μάτια σας. Μετά από 11 ημέρες καταιγισμού ταινιών αυτές είναι τέσσερις από τις πιο αξιομνημόνευτες στιγμές των φετινών Καννών, ένα μικρό ημερολόγιο, πάντα κατά την ταπεινή γνώμη του γράφοντος.

Η ωριμότητα του Λοζνίτσα

Αναμφισβήτητα η πιο μεγάλη φετινή στιγμές όμως ήταν η αλησμόνητη απογευματινή δημοσιογραφική προβολή του Μέσα στην Ομίχλη δεύτερη ταινία μυθοπλασίας του Σεργκέι Λοζνίτσα που μας είχε δώσει πριν από δύο χρόνια το πολύ ενδιαφέρον, αλλά άνισο My Joy. Ο Λοζνίτσα που έχει μεγάλη θητεία στο ντοκιμαντέρ και έχει εκτεταμένα ασχοληθεί με τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο (Blockade) καταπιάνεται εδώ με μια ιστορία από την περίοδο της γερμανικής κατοχής στη Λευκορωσία βασισμένη σε ένα μυθιστόρημα του Βασίλι Μπίκοβ. Μετά από τον απαγχονισμό τριών ντόπιων εργατών από τους Γερμανούς με την κατηγορία του σαμποτάζ, δύο παρτιζάνοι αναζητούν τον τέταρτο άνδρα που αφέθηκε ελεύθερος θεωρώντας ότι έχει προδώσει προκειμένου να γλυτώσει. Όταν τον βρίσκουν στο σπίτι του μαζί με την οικογένειά του θα τους ακολουθήσει χωρίς αντίσταση υποστηρίζοντας όμως την αθωότητά του. Ο Λοζνίτσα παράλληλα με τη δράση ξετυλίγει με ευφυή τρόπο τρία φλας μπακ που ανατρέχουν αντίστοιχα σε επεισόδια από τις ζωές των τριών ηρώων αποκαλύπτοντας το παρελθόν τους με ένα τρόπο που φέρνει στο μυαλό τις παράλληλες αφηγήσεις στο Ρασομόν του Ακίρα Κουροσάβα και η ταινία σε μεγάλο βαθμό θυμίζει τη σπουδαία ουμανιστική παράδοση του Ιάπωνα δημιουργού, αλλά και τις μεγάλες στιγμές του ρωσικού σινεμά. Καθώς οι τρεις άνδρες ξεκινούν για το δάσος αναζητώντας το μέρος της εκτέλεσης τίποτε δεν εξελίσσεται σύμφωνα με το σχέδιο, ο κατηγορούμενος άνδρας όμως θα κάνει το παν για να διασώσει την υστεροφημία του και να διαφυλάξει την αθωότητά του. Μέσα στην ομίχλη του πολέμου ο Λοζνίτσα απλώνει με λιτό, άμεσο τρόπο τα διαχρονικά ηθικά διλήμματα του ανθρώπου και παρατηρεί με αριστουργηματικό τρόπο τις ηθικές μετατοπίσεις των ηρώων του μπροστά στην απειλή του θανάτου. Παράλληλα καθιστά τη μνήμη και την κληρονομιά στην επόμενη γενιά ως το απόλυτο διακύβευμα της ανθρώπινης διαδρομής.

Holy Fuck!

Κανείς δεν περίμενε λοιπόν ότι ο απών εδώ και πάνω από μια δεκαετία Λεό Καράξ, αυτό το κάποτε τρομερό παιδί του γαλλικού σινεμά που μας έδωσε τους Εραστές της Γέφυρας και την Pola X, θα επέστρεφε για να μας χαρίσει την πιο ευχάριστη έκπληξη του φετινού Φεστιβάλ με το Holy Motors κερδίζοντας πανάξια το μεγαλύτερο χειροκρότημα που ακούσαμε φέτος σε δημοσιογραφική προβολή. Τι ακριβώς είναι το Holy Motors είναι πολύ δύσκολο να το εξηγήσεις στο χαρτί πόσο μάλλον σε ένα μικρό σημείωμα. Ακόμα όμως και αν κάποιος μπορούσε θα χαλούσε μάλλον την ευχαρίστηση της ανακάλυψης. Ο Καράξ με απόλυτο πρωταγωνιστή τον χαμαιλεοντικό ηθοποιό Ντενίς Λαβάντ (φετίχ του σκηνοθέτη και πανταχού παρών σε όλες τις ταινίες του) αφηγείται την ιστορία του μυστηριώδους κυρίου Όσκαρ ακολουθώντας ένα εικοσιτετράωρο ταξίδι του στο σύγχρονο Παρίσι μέσα στο οποίο αλλάζει έντεκα χαρακτήρες φτιάχνοντας έναν αληθινό, αναρχικό, ύμνο στη δύναμη του σινεμά και της αέναης μεταμόρφωσης μέσα από το ρόλο θυμίζοντας τη γραφή του Μπόρχες και το σουρεαλισμό ενός Κοκτώ και ενός Μπουνιουέλ. Ταυτόχρονα, η απίστευτη, συχνά εξωφρενική και ξεκαρδιστική, διαδρομή του Όσκαρ συνιστά μια φαντεζίστικη μεταφορά για την ίδια τη ζωή ως μια τεράστια, ατέλειωτη σκηνή ερμηνειών και μεταμορφώσεων. Και αν αναρωτιέστε για τον τίτλο, κρατήστε την αγωνία σας για ένα από τοα πιο φευγάτα φινάλε που έχετε δει με πρωταγωνιστές μια ομάδα από ομιλούσες λιμουζίνες.

Μέσα στο δωμάτιο 237

Από το παράλληλο τμήμα «Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών», το ντοκιμαντέρ Room 237 είναι η χαρά των κινηματογραφόφιλων και των φανατικών του Στάνλει Κιούμπρικ και της βασισμένης στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ, «Λάμψης». Εννέα κεφάλαια αναλύουν τις πιο σημαντικές θεωρίες συνομωσίας για τα κρυφά νοήματα της αινιγματικής ταινίας και κυρίως του περίφημου δωματίου 237, ανακαλύπτουν κάθε «λογικό» της λάθος και προτείνουν την ερμηνεία της. Είναι άραγε μια ταινία για το Ολοκαύτωμα (237=2Χ3Χ7=42, δηλαδή 1942, η χρονιά που ξεκίνησε η εξόντωση των Εβραίων), ή μήπως για τη γενοκτονία των Ινδιάνων (το ξενοδοχείο Overlook στη Λάμψη είναι χτισμένο πάνω σε ινδιάνικο νεκροταφείο). Είναι η ταινία η απολογία του Κιούμπρικ γιατί γύρισε την ψεύτικη προσελήνωση του 1969  (μια από τις πιο διάσημες θεωρίες συνομωσίας) και δεν μπορεί να το ομολογήσει παρά μόνο με υπονοούμενα (Room No 237 μπορεί να διαβαστεί και ως κρυμμένος αναγραμματισμός του Moon!), γιατί άραγε ο διευθυντής του ξενοδοχείου μοιάζει τόσο πολύ στον Τζον Φ. Κένεντι; Αυτά και άλλα πολλά ακούγονται σε ένα ντοκιμαντέρ που πέρα από την απόλαυση των trivia και τις ευφυείς ως εξωφρενικές αναγνώσεις της Λάμψης μας θυμίζει ότι οι κινηματογραφικές εικόνες είναι ανοιχτές σε κάθε ερμηνεία και το σινεμά είναι η πιο μεταμοντέρνα τέχνη από όλες, ικανή να χτίσει κάθε λογής μύθους και νοήματα.

Πείτε απλά Ναι!

Άλλη μια στάση στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών, με το τρίτο μέρος της περίφημης πια τριλογίας του Πάμπλο Λαρέν για τη Χιλή του Πινοσέτ σε μια ταινία που θα μπορούσε κάλλιστα να βρίσκεται στο επίσημο διαγωνιστικό. Σε αντίθεση με τα δύο πρώτα σκοτεινά μέρη της τριλογίας (Tony Manero, Post Mortem) που εκτυλίσσονταν στα χρόνια της χούντας, των βασανισμών και των εξαφανίσεων το Νο, τοποθετημένο στις παραμονές του δημοψηφίσματος του 1988 που έριξε τελικά τον Πινοσέτ, στρέφεται σε σαφώς πιο φωτεινούς δρόμους ακολουθώντας με σχεδόν ντοκιμαντερίστικο τρόπο τα παρασκήνια της καμπάνιας του ετερόκλητου συνασπισμού των αριστερών κομμάτων που στήριξαν το «Όχι» στον δικτάτορα. Ο Λαρέν είχε την ευφυή όσο και τολμηρή ιδέα να γυρίσει την ταινία φορμά U-matic που χρησιμοποιούσε η τηλεόραση την εποχή εκείνη πετυχαίνοντας ένα εκπληκτικό αισθητικό αποτέλεσμα που μπερδεύει πανέξυπνα τα όρια ανάμεσα στην ταινία και τα επίκαιρα της εποχής. Ο Γκαέλ Γκαρσία Μπερνάλ δίνει ρέστα στο ρόλο του νεαρού διαφημιστή που βάζει αρκετό νερό στο κρασί του και αναλαμβάνει να εκσυγχρονίσει την εικόνα της αριστεράς και να «πουλήσει» το «Όχι» σε ένα ευρύτερο κοινό που κατατρομοκρατείται από την αντίπαλη καμπάνια που διαλαλεί ότι «χωρίς τον Πινοσέτ, το χάος». Το No προχωρά ένα βήμα πιο πέρα και στοχάζεται με χιούμορ και πικρή ειρωνεία πάνω στα όρια του «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα» προμηνύοντας την παντοκρατορία της εικόνας και την ανάγκη ακόμη και η Ιστορία να πουληθεί ως διαφήμιση. Πάνω από όλα όμως η ατμόσφαιρα πόλωσης και τρομοκράτησης της κοινής γνώμης που μεταφέρει με αριστουργηματικό τρόπο ο Λαρέν αποκτά για όσα ζούμε εδώ και μήνες στη χώρα μας με τα ανάλογα διλήμματα, μια ανατριχιαστική επικαιρότητα.

(Λευτέρης Αδαμίδης, Περιοδικό ΜΟΝΟ, Tεύχος 10, 1/6/2012)


31ο Διεθνές Φεστιβάλ Κωνσταντινούπολης: η πολιτική σε πρώτο πλάνο

17 Ιουλίου, 2012

Όταν ένα κινηματογραφικό Φεστιβάλ έχει για έδρα του μια από τις πιο εμβληματικές πόλεις του πλανήτη οι ταινίες έχουν ήδη ένα γερό ανταγωνισμό ακόμη και για τον επαγγελματία επισκέπτη. Το Φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης ευτυχώς καταφέρνει μια χρυσή ισορροπία όντας ένα αιχμηρό και καθόλου τουριστικό γεγονός.

Με σημαία τον τουρκικό κινηματογράφο που έχει καταφέρει εδώ και πάνω από μια δεκαετία να βρίσκεται στα πάνω του το Φεστιβάλ της Κωνσταντινούπολης έχει καθιερωθεί σε ένα αληθινά διεθνές ραντεβού ιδανικά τοποθετημένο στην καρδιά μιας παντοτινά κοσμοπολίτικης μητρόπολης. Ένα φεστιβάλ που εκτός από το να προβάλει το εθνικό προϊόν προσπαθεί να τραβήξει παράλληλα τα βλέμματα με ένα διεθνές διαγωνιστικό τμήμα που υπερασπίζεται ένα ψηλό καλλιτεχνικό προφίλ χωρίς να κρύβει ότι απλώς διαλέγει κάποιες σημαντικές ταινίες των μεγάλων φεστιβάλ (Κάννες, Βερολίνο, Βενετία) και την ίδια στιγμή πασχίζει να προσελκύσει σε κάποια gala και μερικά «μεγάλα» ονόματα στο κόκκινο χαλί του όπως ο Βρετανός Τέρενς Ντέιβις στο άνοιγμα με το The Deep Blue Sea και ο Αμερικανός Γουίτ Στίλμαν για το Damsels in Distress στο κλείσιμο. Κακά τα ψέματα η Τουρκία διανύει μια λαμπρή περίοδο όπου η ανάπτυξη τρέχει, το χρήμα ρέει και η Ευρωπαϊκή Ένωση βρίσκεται σε απόσταση αναπνοής. Οι αντιφάσεις όμως είναι ολοζώντανες και σχεδόν σουρεαλιστικές. Την ίδια στιγμή για παράδειγμα που στην Άγκυρα διεξάγεται η δίκη του 94χρονου στρατηγού και κατόπιν προέδρου της χώρας Κενάν Εβρέν για το αιματηρό στρατιωτικό πραξικόπημα του 1980, η Πόλη γιορτάζει στην πλατεία Ταξίμ την ημέρα της Αστυνομίας με φαντασία που θα ζήλευε σίγουρα ο κύριος Χρυσοχοΐδης. Πλάι στις συνηθισμένες παρελάσεις και τις βαρετέ φιλαρμονικές μια σειρά από μοδάτα κλιπάκια στις γιγαντοοθόνες προσπαθούν αν πείσουν τους περαστικούς ότι ο αστυνομικός είναι ο καλύτερος φίλος του ανθρώπου.

Σε ένα τέτοιο κλίμα οι τουρκικές ταινίες, που αγκαλιάζονται στα αλήθεια θερμά από το νεανικό κυρίως κοινό, δεν θα μπορούσαν παρά να αποτελούν και αυτές έναν εξαιρετικά επίκαιρο καθρέφτη αυτής της παράξενης ισορροπίας μιας χώρας που θέλει να κλείσει λογαριασμούς με το σκοτεινό παρελθόν και να οδηγηθεί σε ένα «φωτεινότερο» μέλλον απαλλαγμένη από τα βάρη του. Χαρακτηριστικό παράδειγμα το Love and Revolution του Σερκάν Ακάρ μια βουτιά στην ταραγμένη πολιτικά δεκαετία του ’90 μέσα από την ιστορία μιας ομάδας αριστεριστών που σε πείσμα της κατάρρευσης του ανατολικού μπλοκ αποφασίζουν τη συνέχιση του αγώνα με κάθε μέσο αντιμετωπίζοντας τη βίαιη καταστολή του αστυνομικού κράτους. Αν κάποτε ο μεγάλος Γιλμάζ Γκιουνέι οδηγούνταν στη φυλακή για τις ταινίες του το νεανικό κοινό στην προβολή της ταινίας αντιμετώπιζε συχνά με γελάκια μια ταινία «βουτηγμένη στον καπνό και στο… τσάι, τα σταθερά σύμβολα της τουρκικής αριστεράς» σύμφωνα με το σκηνοθέτης της. Το ίδιο κοινό προσπαθώντας ίσως να διασκεδάσει την όχι ιδανική θέση της γυναίκας στη σύγχρονη Τουρκία που φλερτάρει με θρησκευτικό φανατισμό αποθεώνει το άνισο Night of Silence του Ρείς Τσελίκ μια καταγγελία για τις «νύφες-παιδιά» ανήλικα κορίτσια που εξακολουθούν ακόμη και σήμερα στην Ανατολία να παντρεύονται δια βίου παρά τη θέλησή τους συζύγους συχνά αρκετές δεκαετίες μεγαλύτερους. Μέσα σε αυτό το κλίμα κριτικής το Κουρδικό και το Αρμενικό ζήτημα είχαν την τιμητική τους με σειρά ταινιών (Voice of My Father, I Flew, you Stayed), που μιλούν επιτέλους ανοιχτά για τα πέτρινα χρόνια της απαγόρευσης ακόμη και της κουρδικής γλώσσας ή την τύχη των Αρμενίων που επέζησαν της γενοκτονίας. Αποκορύφωμα το συγκινητικό και ευρηματικό Where is My Mother Tongue του πρωτοεμφανιζόμενου κουρδικής καταγωγής Βελί Καχραμάν, ένας ευφυής συνδυασμός μυθοπλασίας και ντοκιμαντέρ σε μια ταινία που πρωταγωνιστεί ο πατέρας του σκηνοθέτη ο οποίος στα γεράματά του αποφασίζει να ξαναθυμηθεί τη μητρική του γλώσσα καταγράφοντας όσες λέξεις μπορεί να θυμηθεί. Αξίζει βέβαια να μην ξεχνάμε ότι την ίδια στιγμή συνεχίζονται οι εκκαθαριστικές επιχειρήσεις του τουρκικού στρατού απέναντι σε ένοπλες κουρδικές ομάδες.

Ούτε το Κυπριακό φυσικά θα μπορούσε να ξεφύγει από τη θεματολογία μέσα από τη δεύτερη μόλις ταινία που έρχεται από την κατεχόμενη Βόρεια Κύπρο. Το Whispers of Dead Zone εμπλουτίζοντας μια υποτυπώδη μυθοπλασία (η επιστροφή ενός νεαρού άνδρα στο νησί προκειμένου να γυρίσει ένα ντοκιμαντέρ για την Κύπρο) με συνεντεύξεις νέων από τα Κατεχόμενα και επίκαιρα από την τουρκική εισβολή προσπαθεί μέσα από τη ματιά νέων ανθρώπων να αρθρώσει ένα συμφιλιωτικό λόγο διεκδικώντας τη συνύπαρξη των δύο κοινοτήτων στο νησί μακριά από οποιαδήποτε κηδεμονία, μένει όμως σε ένα επιφανειακό και απλουστευτικό ευχολόγιο.  Ωστόσο πέρα από τις αμιγώς πολιτικές στιγμές μια από τις σημαντικότερες στιγμές του φεστιβάλ ανήκε σε μια ταινία εμπνευσμένη από το «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκι, σκηνοθετημένη από τον σπουδαίο αλλά άγνωστο εκτός Τουρκίας Ζεκί Ντεμιρκουμπούζ ο οποίος έχει καταπιαστεί με το έργο του μεγάλου Ρώσου συγγραφέα και στο παρελθόν. Το σκοτεινό Inside ισορροπεί θαυμάσια ανάμεσα στο υπαρξιακό πορτρέτο ενός ανθρώπου και στη σκληρή κριτική μιας ολόκληρης κοινωνίας.

Στο ανεβασμένο πολιτικό κλίμα της φετινής διοργάνωσης συνέβαλε θέλοντας και μη και η ιδιαίτερη ελληνική παρουσία μέσα από ένα μικρό αφιέρωμα με τον εύγλωττο τίτλο “What’s happening in Greece”? που αναζητά το αποτύπωμα της ελληνικής κρίσης στις κινηματογραφικές εικόνες της χώρας μας με πέντε συνολικά ταινίες επιβεβαιώνοντας αυτό που είχαμε γράψει και στο πρώτο τεύχος αυτού του περιοδικού: το ελληνικό σινεμά είναι πλέον σχεδόν φεστιβαλική μόδα. Η επιλογή των πέντε ταινιών του αφιερώματος σίγουρα δεν μαρτυρά καμιά πρωτοτυπία ούτε την οξυδερκή ματιά κάποιου επιμελητή συγκεντρώνοντας απλά τους φεστιβαλικούς τίτλους τελευταίας εσοδείας: Άδικος Κόσμος του Φίλιππου Τσίτου, Άλπεις του Γιώργου Λάνθιμου, L του Μπάμπη Μακρίδη, Πρώτη Ύλη του Χρήστου Καρακέπελη, και τα Μετέωρα του Σπύρου Σταθουλόπουλου που τελικά δεν κατάφεραν να ποτέ να προβληθούν λόγω τεχνικών προβλημάτων. Οι Άλπεις και καλύτερα ο Γιώργος Λάνθιμος συνοδευόμενος από τον σεναριογράφο Ευθύμη Φιλίππου και την ηθοποιό του Αριάν Λαμπέντ βρέθηκαν στο επίκεντρο του αφιερώματος στη μοναδική συνέντευξη τύπου του αφιερώματος αδικώντας είναι η αλήθεια άλλους παρευρισκόμενους όπως το Χρήστο Καρακέπελη με την εξίσου σημαντική Πρώτη Ύλη. Η συνύπαρξη των ελληνικών τίτλων πλάι στους τουρκικούς δεν θα μπορούσε παρά να φέρει στο μυαλό τις πρώτες σπουδαίες επιτυχίες του τουρκικού σινεμά όταν ο Νούρι Μπίλγκε Τσειλάν κέρδιζε το Μεγάλο Βραβείο της Επιτροπής το 2002 στις Κάννες με το Μακριά ξεκινώντας μια συντονισμένη προσπάθεια σε κρατικό επίπεδο που αποδίδει καρπούς μέχρι σήμερα. Το ελληνικό σινεμά έχει ένα αντίστοιχο momentum, αλλά δυστυχώς και μια χώρα που βρίσκεται σε οικονομική κατάρρευση. Μακάρι οι Έλληνες σκηνοθέτες να μπορέσουν να εκμεταλλευτούν τη στιγμή και τη διεθνή συγκυρία όσο κρατήσει χωρίς να περιμένουν τίποτε από κανέναν.

(Λευτέργς Αδαμίδης, Περιοδικό ΜΟΝΟ, τεύχος 7, 17/4/2012)


Μίκαελ Γκλάβογκερ: για τον ανθρώπινο μόχθο

3 Ιουλίου, 2012

Ένας από τους πλέον διαβόητους ευρωπαίους ντοκιμαντερίστες, ο Μάικλ Γκλάβογκερ επισκέπτεται την Αθήνα με αφορμή την προβολή της περίφημης τριλογίας του για την ανθρώπινη εργασία καθώς και για ένα μοναδικό master class στις 19/3.

Θυμάστε στα τέλη της δεκαετίας του ’90 το προφητικό βιβλίο του Τζέρεμι Ρίφκιν «Το Τέλος της Εργασίας» που ανέλυε διεξοδικά τις αλλαγές σε αυτό που ορίζουμε ως εργασία στην αυγή του 21ου αιώνα; Την ίδια περίπου περίοδο ένας Αυστριακός ντοκιμαντερίστας ξεκινούσε, τη δικιά του παράλληλη διαδρομή, μια μακρόπνοη και εξαιρετικά φιλόδοξη καταγραφή σε όλα τα μήκη και πλάτη της γης αναζητώντας το υλικό βάρος της σωματικής εργασίας που μοιάζει πια αθέατη σε μια από-υλοποιημένη εποχή που σημαδεύεται από την επανάσταση της πληροφορίας και την κυριαρχία μιας σχεδόν εικονικής πραγματικότητας. Για τον σκηνοθέτη η κεντρική ιδέα ήταν να καταδείξει ότι σε πείσμα κάθε εξέλιξης και κάθε νέου οικονομικού μοντέλου η ραχοκοκαλιά του κόσμου μας και μαζί της εργασίας παραμένει το αναλώσιμο και εμπορεύσιμο ανθρώπινο σώμα. Γι αυτό και αποφάσισε παρά το απαγορευτικό κόστος να χρησιμοποιήσει ως μέσο καταγραφής το πιο «οργανικό» υλικό, το φιλμ των 35mm. Μέσα σε μια διάρκεια σχεδόν 15 χρόνων και σε τρεις ταινίες (Megacities, Working Mans Death και Whores Glory) ο Γκλάβογκερ συνέλαβε, συχνά με αρκετά συζητήσιμους τρόπους ένα μοναδικό πορτρέτο του ανθρώπινου μόχθου.

Στο επικών διαστάσεων Megacities, γυρισμένο το 1998 ο Γκλάβογκερ ξεκινά ένα ταξίδι στα τέσσερα σημεία του ορίζοντα αναζητώντας τις μεγαλουπόλεις του πλανήτη και τους πιο αθέατους κατοίκους τους. Οι σταθμοί του Βομβάη, Μεξικό, Νέα Υόρκη, Μόσχα. Αντικείμενό του 12 άνθρωποι στο περιθώριο της οικονομικής και κοινωνικής ζωής σε ένα ανελέητο αγώνα επιβίωσης. Στην Ινδία ακολουθεί ρακοσυλλέκτες καθώς βουτούν στα νερά των υπονόμων για να μαζέψουν μικροαντικείμενα, εργάτες φασόν σε θεόκλειστες τρώγλες ή σε πρωτόγονα σφαγεία πουλερικών, ένα πλανόδιο μηχανικό προβολής ταινιών, έναν άστεγο εργάτη στην ψαραγορά που διηγείται ότι το μόνο που αξίζει στη ζωή είναι οι ταινίες που μανιωδώς βλέπει. Στο Μεξικό σκυλιά που αγωνίζονται μέχρι θανάτου εναλλάσσονται με σκηνές οικογενειακής γαλήνης για μια γυναίκα που το ίδιο βράδυ γίνεται το αντικείμενο ενός κανιβαλιστικού σχεδόν strip-show. Πορτοφολάδες, νταβατζήδες, μικροπωλητές στον κεντρικό σταθμό της πόλης που το βράδυ χορεύουν ταγκό σε κάποιο φτηνό ballroom, γραμματικοί που αναλαμβάνουν την αλληλογραφία για τους αναλφάβητους συνθέτουν ένα απροσδόκητο παζλ οικονομικού πάρε-δώσε. Στη Μόσχα ανήλικοι εγκληματίες φυτοζωούν σε υπόγειες στοές, εργάτες συναρμολόγησης ηλεκτρονικών εργάζονται με τη συνοδεία μαγνητοφωνημένου κειμένου που υμνεί την αξία και το νόημα της ζωής. Στη Νέα Υόρκη παρακολουθεί στιγμιότυπα από τη ζωή ενός hustler, μικρο-απάτες, βία, ναρκωτικά. Και όμως μια τόσο σκληρή ταινία μπορεί να κλείνει με τις χορευτικές φιγούρες μιας παρέας νεαρών λευκοντυμένων Ινδών που στροβιλίζονται σε ρυθμούς ethnic, σε κάποια γειτονιά της Βομβάης. Χωρίς καμία διάθεση να εξηγήσει το πώς και το γιατί αυτοί οι άνθρωποι έχουν βρεθεί στα σκουπίδια, το Megacities μοιάζει να ενδιαφέρεται για τις μικρές στιγμές μεγαλείου που υπάρχουν διάσπαρτες σε έναν  αγώνα σκληρό και μάλλον χαμένο, για τον πραγματικό υλικό ιστό των μεγαλουπόλεων του πλανήτη.

Ακολούθησε μετά από εφτά ολόκληρα χρόνια το μεγαλειώδες Workingmans Death χωρισμένο σε έξι κεφάλαια (Heroes, Ghosts, Lions, Brothers, The Future, Epilogue) και έξι αντίστοιχες χώρες (Ουκρανία, Ινδονησία, Νιγηρία, Πακιστάν, Κίνα, Γερμανία) ένα εφιαλτικό οδοιπορικό-ύμνο στον ανθρώπινο μόχθο που ξεδιπλώνει τις άγνωστες εικόνες ανθρώπων καταδικασμένων να κερδίζουν τα προς το ζην δουλεύοντας στη χαμηλότερη κλίμακα της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ανθρακωρύχοι σε εγκαταλελειμμένα παράνομα ορυχεία, «φαντάσματα» που σκάβουν για θειάφι σε ηφαιστιογενείς περιοχές, εργαζόμενοι στη διάλυση παροπλισμένων πλοίων, εργάτες σε σφαγεία στη και χαλυβουργεία, ένα παλιό χυτήριο στην Ανατολική Γερμανία που έχει μετατραπεί σε θεματικό πάρκο συνθέτουν, μαζί με το εξαιρετικό soundtrack του Τζον Ζορν, μια εντελώς απρόσμενη εικόνα της παγκοσμιοποίησης. Όσο και αν ο κόσμος μας «μικραίνει», η ανθρώπινη ουσία μοιάζει να μην αλλάζει, είμαστε σχεδόν καταδικασμένοι να επαναλαμβάνουμε έναν αέναο κύκλο επιβίωσης, ζωής και θανάτου, μια σισύφεια διαδρομή που καθορίζεται από τους οικονομικούς κύκλους.    

Μόλις πέρυσι παρουσίασε στο Φεστιβάλ Βενετίας το πιο αμφιλεγόμενο ίσως κομμάτι της τριλογίας, το τρίπτυχο Whores Glory, γυρισμένο στην Ταϊλάνδη, στο Μπαγκλαντές και στο Μεξικό με θέμα του αρχαιότερο και πλέον σωματικό επάγγελμα του κόσμου μας, την πορνεία. Όπως μαρτυρά και ο τίτλος, η ταινία αποτείνει, χωρίς ηθικολογίες, ένα φόρο τιμής στις γυναίκες αυτές διατρέχοντας τρεις διαφορετικές κουλτούρες και θρησκείες, αντλώντας σε μεγάλο βαθμό έμπνευση για τις εικόνες της από τους πίνακες του Ιερώνυμου Μπος, χωρίζεται άλλωστε σε τρία κεφάλαια με τίτλους Παράδεισος, Γη, Κόλαση. Από το εντυπωσιακό Fish Tank της Μπανγκόκ, ένα μοντέρνο σαλόνι μασάζ όπου οι πελάτες διαλέγουν τα κορίτσια πίσω από ένα γυάλινο τοίχο που επιτρέπει μόνο στους πελάτες να βλέπουν το εμπόρευμα, στην Ισλαμική Φαριντπούρ γνωστή και ως “City of Joy” μια μικρή πόλη  με 600 πόρνες όπου συρρέουν καθημερινά χιλιάδες ανδρών αναζητώντας μια φτηνή επαφή, μέχρι τους σκονισμένους δρόμους της Καθολικής La Zona, στα σύνορα με το Τέξας ένα αληθινό άβατο όπου η πορνεία συνυπάρχει με κάθε είδους παράνομες συναλλαγές.

Ο Γκλάβογκερ έχει κατηγορηθεί, ίσως όχι άδικα, για την αισθητικοποίηση του ανθρώπινου πόνου και του ευτελισμού, στα όρια της εκμετάλλευσης, ειδικά στο Whores Glory όπου η χρήση της μουσικής, μεταξύ άλλων τραγούδια των P. J. Harvvey, Tricky, Cocorosie, φλερτάρει κάποιες στιγμές με τα όρια της συναισθηματικής χειραγώγησης του θεατή. Ακόμη και για το «στήσιμο» σκηνών προκειμένου να πετύχει το επιθυμητό αισθητικό αποτέλεσμα. Δεν είναι λίγοι αυτοί που κατατάσσουν τις ταινίες του στην κατηγορία του “poverty porn”, την «πορνογραφία» της ανθρώπινης μιζέριας. Για άλλους ο Γκλάβογκερ καταφέρνει να αγγίξει ακόμη και την ποίηση ανασύροντας τα ψήγματα ομορφιάς, μεγαλοσύνης και ελπίδας από τις άθλιες ζωές των πιο ταπεινών αυτού του κόσμου. Ο ίδιος υπεραμύνεται των ταινιών του δηλώνοντας ότι «δεν αποτελούν καταγγελίες, δεν εμπεριέχουν καμιά ηθική κρίση ούτε για τα πρόσωπα ούτε για τις καταστάσεις που καταγράφουν, απλά προσπαθούν να συλλάβουν ό,τι συμβαίνει στην πιο καθαρή μορφή του.  Οι ταινίες που προσπαθούν να προσφέρουν κάποιου είδους λύσεις παράγουν συνήθως κακή τέχνη καθώς αδυνατούν να συλλάβουν την πραγματική ουσία και το εύρος της ανθρώπινης ψυχής». Όπως και να τοποθετηθεί κανείς απέναντι στο έργο του, το σίγουρο είναι ότι οι σκληρές και αλλόκοτα όμορφες εικόνες του δύσκολα μπορούν να αφήσουν αδιάφορο τον θεατή τους διεκδικώντας μέσα από τις αντιφάσεις τους τη δικιά τους αλήθεια.

(Λευτέρης Αδαμίδης, Περιοδικό ΜΟΝΟ, τεύχος 4, 13/3/2012)


Χαίρε Καίσαρα!

3 Ιουλίου, 2012

Ο Λευτέρης Αδαμίδης προσπαθεί να κρατήσει στο μυαλό του τις πιο αξιόλογες στιγμές του 62ου Φεστιβάλ Βερολίνου, μιας χρονιάς που πολύ γρήγορα θα περάσει δικαίως στη λήθη.

Σε ένα Βερολίνο που έμοιαζε κυριολεκτικά με ψυγείο τουλάχιστον για το πρώτο μισό του Φεστιβάλ, θεατές και επαγγελματίες του σινεμά γέμισαν ασφυκτικά τις αίθουσες οδηγώντας σε ρεκόρ προσέλευσης του κοινού αλλά και σε μια αναζωογόνηση της αγοράς που τα τελευταία χρόνια είχε χτυπηθεί μοιραία και αυτή από την κρίση. Δυστυχώς το καλλιτεχνικό αντίκρισμα υπήρξε εξαιρετικά ισχνό με βασικότερο πρόβλημα για άλλη μια φορά την έλλειψη ταυτότητας και προσανατολισμού με τους κριτικούς  να προσπαθούν μάταια να βρουν κάποια θεματική ή αισθητική κατεύθυνση. Πώς όμως να το κάνεις όταν στο ίδιο τσουβάλι βρίσκονται δυο ανεκδιήγητα κινεζικά έπη (Flowers of War, White Deer Plain), μια δανέζικη ταινία εποχής Royal Affair και μια αργόσυρτη οικογενειακή saga που επιλέχτηκε γιατί την υπογράφει ο Μπίλι Μπομπ Θόρντον.

Απόλυτοι θριαμβευτές του Φεστιβάλ υπήρξαν αναμφισβήτητα όσο και απρόσμενα οι αειθαλείς αδερφοί Πάολο και Βιτόριο Ταβιάνι, με πατημένα τα ογδόντα έκαστος, οι οποίοι έφυγαν από το Βερολίνο με τη Χρυσή Άρκτο για το Caesar Must Die. Οι Ταβιάνι έφτιαξαν με ελάχιστα μέσα και απίστευτη οικονομία (η ταινία μόλις ξεπερνά τα 75 λεπτά) ένα δραματοποιημένο ντοκιμαντέρ γύρω από το ανέβασμα του Ιούλιου Καίσαρα του Σέξπιρ από μια ομάδα έγκλειστων, κυρίως μελών της Μαφία με βαριές καταδίκες, σε φυλακές υψίστης ασφαλείας στη Ρώμη. Για άλλη μια φορά οι Ταβιάνι στοχάζονται εκπληκτικά πάνω στο ρόλο της τέχνης και στη απελευθερωτική της (ή όχι) δύναμη όσο και πάνω στις δομές της εξουσίας με ένα ευφυές μείγμα ντοκιμαντέρ και μυθοπλασίας που θα ζήλευαν πολλοί νεώτεροί τους υπογράφοντας την καλύτερή τους ταινία εδώ και τουλάχιστον μια εικοσαετία. Αν πάντως για μεγάλη μερίδα της ελληνικής κριτικής η βράβευση έμοιαζε μέχρι και αναμενόμενη, αντίθετα μεγάλο μέρος της διεθνούς κριτικής αντιμετώπισε με έντονα κριτική και συχνά ειρωνική διάθεση τη συγκεκριμένη επιλογή. Η ταινία των Ταβιάνι συγκαταλέγεται σίγουρα στις σπουδαίες στιγμές της φετινής χρονιάς και είναι αληθινά συγκινητική η προσπάθειά τους να κάνουν ακόμη πολιτικό σινεμά και να μιλούν για την ουτοπία της εξέγερσης και του λυτρωτικού χαρακτήρα της τέχνης, ένα σχόλιο που  έκαναν με πιο δουλεμένο τρόπο στο Καλημέρα Βαβυλωνία. Σε καμιά περίπτωση όμως δεν μπορούμε να μιλάμε για αριστούργημα, όπως γράφτηκε κατά κόρον, επιπέδου των παλιότερων ταινιών τους όπως το Αλοζανφάν ή το Χάος.

Η πιο ολοκληρωμένη ταινία του φετινού Φεστιβάλ υπήρξε κατά τη γνώμη μας η εξαιρετική Barbara του Κρίστιαν Πέτζολντ, μια ασυνήθιστα  συγκινητική, για τον συνήθως παγερά αποστασιοποιημένο Γερμανό δημιουργό, ματιά στην Ανατολική Γερμανία της δεκαετίας του ’80 και σε ένα σκηνικό που φέρνει στο νου τις Ζωές των Άλλων, μέσα από το πορτρέτο μιας γιατρού (η Μπάρμπαρα του τίτλου) που εκτοπίζεται στη μεθόριο εξαιτίας της αντικαθεστωτικής της δράσης και έρχεται αντιμέτωπη με μια καινούρια ζωή, αλλά και καθοριστικά ηθικά διλήμματα. Η Νίνα Χος, σταθερή μούσα του Πέτζολντ στο σύνολο σχεδόν της φιλμογραφίας του, δίνει μια συγκλονιστική ερμηνεία σκιαγραφώντας αθόρυβα μια γυναίκα που πασχίζει να διατηρήσει την ελευθερία της μέσα σε ένα ασφυκτικό περιβάλλον πληρώνοντας το ανάλογο τίμημα. Τιμήθηκε δικαίως με το βραβείο σκηνοθεσίας και συνιστά ένα αληθινό μάθημα βραδυφλεγούς δραματουργικής ανάπτυξης.

Μοιρασμένες οι εντυπώσεις για το Just the Wind του Μπένσε Φλιγκάουφ που απέσπασε την Αργυρή Άρκτο καλύτερης ταινίας, μια ακραία φορμαλιστική κατά τη γνώμη μας ματιά πάνω σε ένα θέμα ανθρώπινο και καυτό όπως οι διώξεις τον Ρομά στην Ουγγαρία με το σενάριο της ταινίας να αντλεί από πραγματικά γεγονότα. Η πιο ελπιδοφόρα όσο και ονειρική στιγμή του Φεστιβάλ και μια μικρή σχετικά έκπληξη υπήρξε αναμφίβολα το υπέροχο Tabu του Πορτογάλου Μιγκέλ Γκόμεζ που απέσπασε έφυγε το βραβείο Alfred Bauer και αυτό της διεθνούς ένωσης κριτικών (FIPRESCI) και υπήρξε ίσως η μόνη αληθινά φρέσκια στιγμή του φεστιβάλ. Μοιρασμένο σε δύο μέρη, το ένα στη σύγχρονη Λισσαβόνα και το δεύτερο σε μια μυθική Αφρική αναζητά τα ίχνη ενός ατελέσφορου έρωτα και του χαμένου Παραδείσου, με ένα αριστουργηματικό, βωβό σχεδόν, δεύτερο μέρος να αποτείνει φόρο τιμής στον εξπρεσιονισμό του Φρίντριχ Μουρνάου, αλλά στιγμές-στιγμές να θυμίζει έναν ευρωπαίο Γουές Άντερσον κυρίως για τη χρήση της μουσικής (ανάμεσα στα τραγούδια που ακούγονται υπάρχει και μια φοβερή εκτέλεση του Be My Baby στα πορτογαλικά) και την απολαυστική εμμονή του σε μια ρετρό νοσταλγία. Το όνομα του Μιγκέλ Γκομέζ είναι σίγουρα από αυτά που θα πρέπει να σημειώσετε, θα ακούσουμε σύντομα και πάλι για αυτόν.

Η Ελλάδα είχε τη δική της παρουσία εδώ με τα Μετέωρα του Σπύρου Σταθουλόπουλου δεύτερη ταινία από τον νεότατο δημιουργό του PVC-1 που είχε προβληθεί πριν από τέσσερα χρόνια στο Δεκαπενθήμερο των Σκηνοθετών στις Κάννες. Η ταινία του Σταθουλόπουλου δίχασε δικαίως, η υποδοχή της όμως συνολικά ήταν αρκετά θετική, βοηθά σε αυτό και η διάχυτη συμπάθεια για την πολύπαθη χώρα μας. Τα Μετέωρα μοιάζουν άλλωστε φτιαγμένα ακριβώς για τη φεστιβαλική αγορά, με μια μυστικιστική γραφή που φλερτάρει με την παραβολή και το παραμύθι ξεδιπλώνοντας τον απαγορευμένο έρωτα ενός μοναχού και μιας μοναχής, αλλά διακόπτεται από σχεδόν ντοκιμαντερίστικα ιντερλούδια της καθημερινής ζωής και σκηνές αγιογραφιών σε animation, μικρά κομψοτεχνήματα που αποτελούν αναμφισβήτητα το πιο δυνατό χαρτί της ταινίας μαζί βέβαια με το υποβλητικό τοπίο. Ταυτόχρονα όμως η κεντρική, αρκετά προβλέψιμη, ιστορία μοιάζει καθηλωμένη όχι στο μετέωρο χώρο μεταξύ ουρανού και γης, ανθρώπινου πάθους και πνευματικότητας  όπου ίσως στοχεύει, αλλά σε πιο ρηχά νερά κάτι στο οποίο δυστυχώς συνεισφέρουν και οι αρκετά επίπεδες ερμηνείες των Τεό Αλεξάντερ και Ταμίλα Κουλίεβα.

Στις σημαντικές στιγμές του διαγωνιστικού συμπεριλαμβάνεται αναμφισβήτητα και το Captive του Φιλιππινέζου και μέχρι πρότινος τακτικού θαμώνα των Καννών Μπριγιάντε Μεντόζα που δοκιμάζει τις δυνάμεις του στην πρώτη του ευρωπαϊκή συμπαραγωγή με ένα μεγάλο προϋπολογισμό έχοντας πρωταγωνίστρια την πάντα τολμηρή Ιζαμπέλ Ιπέρ. Ο Μεντόζα αφηγείται το αληθινό χρονικό της ενός χρόνου ομηρείας μιας ομάδας ξένων υπηκόων στις Φιλιππίνες το 2001, οι οποίοι απάχθηκαν από του μουσουλμάνους αντάρτες που δρουν με βάση στο νησί Μιντανάο με σκοπό τα λύτρα. Μέσα από μια σκηνοθετική βιρτουζιτέ και σκηνές καταιγιστικής δράσης που δεν έχουν να ζηλέψουν τίποτε από τις ανάλογες του αμερικανικού σινεμά ο Μεντόζα χτίζει μια βαθιά πολιτική όσο και ανθρώπινη ιστορία με επίκεντρο ένα βρώμικο πόλεμο που διεξάγεται μέχρι σήμερα και καλύπτει πίσω από τις εύκολες ταμπέλες της θρησκευτικής και πολιτισμικής σύγκρουσης μια σειρά από πολύ πιο πολύπλοκές συγκρούσεις και ανθρώπινες τραγωδίες.

Σε πείσμα πάντως της δεινής οικονομικής κατάστασης της χώρας το σύνολο σχεδόν του φετινού διαγωνιστικού έχει αγοραστεί από τους έλληνες διανομείς,  παρά το γεγονός μάλιστα ότι το εμπορικό αντίκτυπο αρκετών από αυτές μοιάζει αρκετά επισφαλές. Σύντομα λοιπόν θα είστε σε θέση να κρίνετε με τα μάτια σας.

 

Τα παράλληλα τμήματα

Αν κάποτε τα παράλληλα τμήματα του Φεστιβάλ όπως του Φόρουμ και του Πανοράματος αποτελούσαν, ιδιαίτερα το πρώτο, ένα αποκούμπι για τις πιο χαλεπές χρονιές φέτος η σοδειά του τους ήταν τόσο πενιχρή που αναρωτιόσουν για το λόγο ύπαρξής τους. Κάποιες επιλογές μάλιστα όπως το λαϊκίστικο Indignados του Τόνι Γκατλίφ προσπάθησαν να επενδύσουν με τον πλέον επιδερμικό αγγίζοντας τα όρια της ευκαιριακής εκμετάλλευσης πάνω στη φόρα των λαϊκών κινητοποιήσεων ανά τον κόσμο όπως και μια σειρά από ταινίες γύρω από τη Αραβική Άνοιξη. Στο ύψος τους στάθηκαν πάντως το ευρηματικό πολύπτυχο ντοκιμαντέρ What is Love? της Ρουθ Μέιντερ και οι αμερικανικές συμμετοχές όπως το συγκινητικό road movie For Ellen γύρω από την προσπάθεια ενός μουσικού να ξαναενωθεί με την ανήλικη κόρη του και το ξεκαρδιστικό Kid Thing αδερφών Ντέιβιντ και Νέιθαν Ζέλνερ μια επίθεση σε κάθε είδους πολιτικής ορθότητας που αφορά τα παιδιά. Ξεχωρίσαμε όμως πάνω από όλα το εκπληκτικό Choked πτυχιακή ταινία του Κιμ Τζονγκ-χιον από τη Νότιο Κορέα μια ανατριχιαστική σπουδή της σύγχρονης κορεατικής κοινωνίας μέσα από τη ιστορία μιας οικογένειας που οδηγείται στη διάλυση μέσα από την υπερχρέωση. Συμβαίνουν και αλλού λοιπόν…

(Λευτέρης Αδαμίδης, Περιοδικό ΜΟΝΟ, τεύχος 3, 28/2/2012)


Αϊ Γουέι Γουέι: Record, Record, Record

3 Ιουλίου, 2012

Είναι αναμφισβήτητα ο πιο διάσημος στη Δύση Κινέζος καλλιτέχνης εικαστικός, σχεδιαστής, ακτιβιστής και ένας από τους δριμύτερους κατήγορους του καθεστώτος της πατρίδας του. Ο λόγος για τον διαβόητο Αϊ Γουέι Γουέι που μετά τη σύλληψή του την άνοιξη του 2011 για «οικονομικά εγκλήματα» και την απελευθέρωσή του μετά τη διεθνή κατακραυγή εξακολουθεί να βρίσκεται σε καθεστώς απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα. Τα έργα του έχουν φιλοξενηθεί σε μερικές από τις σπουδαιότερες γκαλερί, εκθέσεις και μουσεία στον κόσμο, τα γραπτά του στο προσωπικό του blog έχουν εκδοθεί σε βιβλίο στις ΗΠΑ. Αυτό που ίσως παραμένεις άγνωστο στη Δύση είναι τα χειροποίητα κυριολεκτικά DIY ντοκιμαντέρ που έχει γυρίσει μαζί με τους συνεργάτες του, αληθινά υποδείγματα άμεσης κινηματογράφησης που αδιαφορούν προκλητικά για την επίκληση οποιασδήποτε αισθητικής επιλογής καθώς υποτάσσονται καθολικά στην ανάγκη της στιγμιαίας καταγραφής. Η δημιουργία ξεκινά πατώντας απλά το κουμπί record, οι τρεις σημαντικότερες συμβουλές για ένα ντοκιμαντερίστα είναι: record, record, record. Μια επιβεβλημένη μάλλον επιλογή για έναν δημιουργό που συστηματικά καταγράφει εν θερμώ καταγγελίες για αδικία, βία, παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, διαφθορά. Όπως για παράδειγμα στην τριλογία Little Red Chicks, 4851 και Disturbing the Peace γυρισμένη το 2009 για τις ανάγκες της οποίας επισκέφτηκε την επαρχία Σετσουάν αναζητώντας τους υπεύθυνους για τις παραβάσεις στους κανονισμούς δόμησης των σχολείων που οδήγησαν στο θάνατο χιλιάδες παιδιά (για την ακρίβεια 4851 παιδιά όπως μαρτυρά ο τίτλος της μεσαίας ταινίας) στους σεισμούς του 2008. Ή στο One Recluse (2010), την ιστορία ενός 28χρονου, θύμα αναίτιας αστυνομικής βίας σε έναν τυχαίο έλεγχο ταυτότητας, που όταν διαπίστωσε ότι όλες οι καταγγελίες του για κακοποίηση έπεφταν στο κενό επιτέθηκε σε αστυνομικό τμήμα της Σαγκάης με βόμβες μολότοφ και μαχαίρια σκοτώνοντας έξι αστυνομικούς. Για τον ίδιο τον Αϊ Γουέι Γουέι οι ταινίες του δεν διεκδικούν καμιά καλλιτεχνική αξία και προορίζονται αποκλειστικά για τους συμπατριώτες του ως ένα μέσο αφύπνισης και συνειδητοποίησης της κινεζικής πραγματικότητας έστω και αν αυτοί πολύ δύσκολα έχουν πρόσβαση σε αυτές εξαιτίας του ασφυκτικού ελέγχου που ασκεί η κινεζική κυβέρνηση στο Διαδίκτυο. Το Φεστιβάλ του Ρότερνταμ παρουσίασε τον Ιανουάριο ένα αφιέρωμα στο κινηματογραφικό του έργο προβάλλοντας ίσως για πρώτη φορά με αγγλικούς υπότιτλους εννέα ντοκιμαντέρ του, ενώ στο Φεστιβάλ Βερολίνου (9-19 Φεβρουαρίου) προβάλλεται το ντοκιμαντέρ Ai Weiwei: Never Sorry της Άλισον Κλέιμαν, το πρώτο κινηματογραφικό πορτρέτο του πολυσχιδούς δημιουργού. Κάποια από τα ντοκιμαντέρ του μπορούν να βρεθούν, με λίγη υπομονή, στο Διαδίκτυο καθώς διατίθενται ελεύθερα για κατέβασμα και στο προσωπικό του κανάλι στο Youtube.

(Λευτέρης Αδαμίδης, Περιοδικό ΜΟΝΟ, τεύχος 2, 14/2/2012)


Ο χαμένος αμερικανικός παράδεισος

3 Ιουλίου, 2012

 

Όταν τον περασμένο Αύγουστο οι ντοκιμαντερίστες Τζο Μπέρλιντζερ και Μπρους Σινόφσκι ολοκλήρωναν το μοντάζ του τρίτου μέρους του ντοκιμαντέρ τους Paradise Lost για την περίφημη υπόθεση των «Τριών του Δυτικού Μέμφις» σίγουρα πρόσθεταν ένα ακόμη πολύτιμο κομμάτι  σε ένα δικαστικό πάζλ έναν αγώνα που κρατούσε πάνω από δεκαοκτώ χρόνια κρατώντας τρεις αθώους ανθρώπους στη φυλακή σε μια από τις πλέον διαβόητες περιπτώσεις κακοδικίας. Αυτό που δεν γνώριζαν ίσως ήταν ότι λίγες μέρες μετά οι κατηγορούμενοι θα αφήνονταν επιτέλους ελεύθεροι, ένα φινάλε που θα ζήλευε και το πιο καλογραμμένο χολιγουντιανό σενάριο. Η ταινία τους Paradise Lost 3: Purgatory με την προσθήκη πλέον κάποιων σκηνών από την αποφυλάκιση των τριών βρίσκεται στη λίστα των πέντε φετινών υποψηφιοτήτων για Όσκαρ ντοκιμαντέρ και είμαι σίγουρος ότι οι Μπέρλιντζερ και Σινόφσκι, άοκνοι ερευνητές, ενεργοί ακτιβιστές και θιασώτες μιας σχολής ντοκιμαντέρ που πρεσβεύει τον αόρατο σκηνοθέτη παρατηρητή, θα αισθάνονται μάλλον κάπως άβολα σε μια βραδιά τόσο επίσημη και λαμπρή. Πόσο μάλλον που ήδη στις ΗΠΑ έχει ξεκινήσει μια ενορχηστρωμένη καμπάνια ενάντια στην ταινία μέσα από δηλώσεις των γονιών των θυμάτων που κατηγορούν την Ακαδημία Κινηματογράφου ότι με την υποψηφιότητα στα Όσκαρ ηρωοποιεί τους κατηγορούμενους. Τυχαία ή όχι πάντως η κινηματογραφική βιομηχανία ετοιμάζεται να εξαργυρώσει την επικαιρότητα της υπόθεσης με μια ταινία μυθοπλασίας με τίτλο Devils Knot σε σκηνοθεσία Ατόμ Εγκογιάν και πρωταγωνιστή τον Κόλιν Φερθ, ενώ ένα ακόμη ντοκιμαντέρ το West of Memphis της Άμι Μπεργκ σε παραγωγή του Πίτερ Τζάκσον παρουσιάστηκε στο Σάντανς πριν από λίγες ημέρες.

Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από την αρχή. Το 1993 στο Δυτικό Μέμφις του Άρκανσο τρία οκτάχρονα αγόρια βρίσκονται άγρια δολοφονημένα και διαμελισμένα με τρόπο που θυμίζει τελετουργικό έγκλημα. Η αστυνομία συλλαμβάνει ως δολοφόνους τρεις έφηβους τους Ντέμιεν Έκολς, Τζέισον Μπόλντουιν και Τζέσι Μισκέλι κατηγορώντας τους ως μέλη σατανιστικής οργάνωσης βασισμένη στο γεγονός ότι οι νεαροί άκουγαν φανατικά χέβι μέταλ και ιδιαίτερα τους Metallica (οι οποίοι έδωσαν αφιλοκερδώς την άδεια να χρησιμοποιηθούν τα τραγούδια τους στο ντοκιμαντέρ) και παράλληλα λάτρευαν τη γκόθικ κουλτούρα. Με συνοπτικές διαδικασίες, πλήθος λαθών και αντιφάσεων το δικαστήριο καταδίκασε τον Έκολς σε θάνατο, τον Μπόλντουιν σε ισόβια και τον Μισκέλι σε εικοσαετή κάθειρξη. Οι Μπέρλιντζερ και Σινόφσκι κατέγραψαν στην πρώτη ταινία τους Paradise Lost: The Child Murders at Robin Hood Hills (1996) όλη την ανακριτική και ακροαματική διαδικασία που κράτησε σχεδόν 18 μήνες δείχνοντας με εκπληκτικό τρόπο πώς μια σειρά από στερεότυπα οδηγούν στη δαιμονοποίηση (το tagline της ταινίας σημείωνε εύστοχα «Μαγεία ή Κυνήγι Μαγισσών;») και  την κατασκευή τεράτων και τελικά σε ένα κλίμα τρομοκρατίας σκιαγραφώντας ταυτόχρονα μοναδικά τη «βαθιά» Αμερική των πολιτειών του Νότου. Χωρίς να παραλείπουν βέβαια να καταδείξουν διεξοδικά πόσο βαθιά ταξική παραμένει η απονομή δικαιοσύνης στις ΗΠΑ σε μια περίοδο που σημαδευόταν από την δίκη και τελικά την αθώωση του Ο’ Τζέι Σίμπσον. Στο δεύτερο ντοκιμαντέρ τους Revelations: Paradise Lost 2 (1999) αναλάμβαναν να ξετυλίξουν μια σειρά από νέα στοιχεία που υποστηρίζουν την αθωότητα των τριών και μαζί το χρονικό της δημιουργίας ενός μοναδικού σε μαζικότητα κινήματος για την απελευθέρωση των τριών καταφέρνοντας να ευαισθητοποιήσουν και να στρατολογήσουν ακόμη και προσωπικότητες όπως ο σκηνοθέτης Πίτερ Τζάκσον ή ο Τομ Γουέιτς, ο Τζο Στράμερ και ο ‘Έντι Βέμπερ των Pearl Jam. Καθοριστικής σημασίας θα αποδειχτεί και η, ενεργή μέχρι σήμερα, ιστοσελίδα www.wm3.org μέσα από την οποία συγκεντρώνονται δωρεές, αλλά και νέα στοιχεία που αφορούν την υπόθεση.

Το 2004, βλέποντας, παρά τις κινητοποιήσεις, οποιαδήποτε πρόοδο να έχει παγώσει και οι εφέσεις που έχουν κατατεθεί από το 2003 να έχουν κολλήσει αποφασίζουν να ανακινήσουν ξανά την υπόθεση αναζητώντας νέα στοιχεία προς την κατεύθυνση των πραγματικών ενόχων και αποσπώντας νέες μαρτυρίες. Η νέα εφτάχρονη έρευνά τους καταγραμμένη στο τρίτο μέρος Paradise Lost: Purgatory ξετυλίγει ένα σχεδόν Καφκικό σκηνικό γραφειοκρατίας και αγκυλώσεων στην Αμερική του 21ου αιώνα. Η νέα έφεση των κατηγορουμένων το 2007 στηριγμένη σε νέες εξετάσεις DNA υλικού που βρέθηκε στον τόπο του εγκλήματος χρειάστηκε 4 χρόνια για να εκδικαστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι οι τρεις κατηγορούμενοι θα καταφέρουν τελικά να βγουν από τη φυλακή πετυχαίνοντας συμφωνία με βάση την οποία υποχρεώθηκαν να δεχτούν ότι μπορούν μεν να συνεχίσουν να υποστηρίζουν ότι είναι αθώοι, αλλά τους επιβλήθηκε να αναγνωρίσουν ότι το δικαστήριο είχε αρκετά και ικανά στοιχεία ώστε να τους έχει καταδικάσει στις ποινές που έχουν εκτίσει. Με λίγα λόγια υποχρεώθηκαν να απαλλάξουν το δικαστήριο και ένα ολόκληρο σύστημα απονομής δικαιοσύνης από τις ευθύνες του. Όπως μάλιστα μαθαίνουμε οι δικαστής που επί χρόνια αρνούνταν να εξετάσει τις εφέσεις των τριών εκλέχτηκε Γερουσιαστής.

Δεν είναι λίγοι αυτοί που συνέδεσαν την αποφυλάκιση των τριών την τελευταία με την απειλή της παγκόσμιας πρεμιέρας του ντοκιμαντέρ στο φεστιβάλ του Τορόντο τον περασμένο  Σεπτέμβριο. Όπως και να έχει οι Μπέρλιντζερ και Σινόφσκι στον πλήρη αντίποδα της ευκαιριακής  και επιπόλαιης δημοσιογραφίας αφιέρωσαν σχεδόν δύο δεκαετίες κυνηγώντας με ασκητική εμμονή μια υπόθεση που έμοιαζε συχνά καταδικασμένη, ζώντας σχεδόν κυριολεκτικά με τους καταδικασμένους «ήρωές» τους. Ο Μπέρλιντζερ μάλιστα έχει δηλώσει ότι η ζωή του έχει συνδεθεί άρρηκτα με την υπόθεση καθώς τα δυο παιδιά του γεννήθηκαν αντίστοιχα μαζί τις δύο ταινίες, αντίστοιχα και έζησε το μεγάλωμά τους μέσα από την εξέλιξη της έρευνας. Ο εκ των τριών, καταδικασμένος σε θάνατο, Έκολς πιστεύει ότι χωρίς αυτές τις ταινίες θα είχε εκτελεστεί. Το αποτέλεσμα είναι μια μοναδική στα κινηματογραφικά χρονικά ολοκληρωμένη τριλογία που ξεπερνά την απλή διερεύνηση μιας δικαστικής πλάνης που κατέληξε εν μέρει σε αίσιο τέλος ή την αποστομωτική καταγγελία ενός φαύλου μηχανισμού για να πάρει τις επικές διαστάσεις μιας καταγραφής της ίδια της αμερικανικής ψυχής σε αναζήτηση μιας χαμένης προ πολλού αθωότητας.

(Λευτέρης Αδαμίδης, Περιοδικό ΜΟΝΟ, τεύχος 2, 14/2/2012)


The Zero Years

3 Ιουλίου, 2012

Αρκετούς μήνες πριν η ίδια η χώρα μας οδηγηθεί σε αυτό που οι επόμενες γενιές θα θυμούνται ως τα «τα χρόνια του μνημονίου», το ελληνικό σινεμά έμπαινε στα δικά του νέα, βαθιά όσο και θολά, νερά την ίδια στιγμή που στο εξωτερικό ζούσε έναν από τους μεγαλύτερους θριάμβους του. Το Μάιο του 2009 ο Κυνόδοντας του Γιώργου Λάνθιμου έφτανε απρόσμενα στις Κάννες και έφευγε αφήνοντας τους πάντες άφωνους με το μεγάλο βραβείο του επίσημου τμήματος «Ένα Κάποιο Βλέμμα» ενώ την επόμενη χρονιά εξίσου αναπάντεχα έφτανε μέχρι την πεντάδα του ξενόγλωσσου Όσκαρ. Λίγους μήνες αργότερα η κίνηση των «Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη» ακύρωνε στην πράξη τα επίσημα Κρατικά Βραβεία με την αποχή της και υποχρέωνε τα κάποτε κραταιά σωματεία σε ρόλο παρατηρητή των εξελίξεων την ίδια στιγμή που η νεοϊδρυθείσα, δια πυρός και σιδήρου, Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου μετατρεπόταν σε επίσημο φορέα της κινηματογραφικής κοινότητας και θεσμικό συνομιλητή. Στο αμέσως επόμενο διάστημα το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης έκαναν τη δικιά τους «ηχηρή» επανεκκίνηση με βασικό άξονα το διαβόητο νέο κινηματογραφικό νόμο μένοντας δυστυχώς, ελλείψει χρημάτων και πιθανώς ιδεών, από καύσιμα μόλις στην αφετηρία. Ο ίδιος ο νόμος, θεωρητικά αναπτυξιακός μοιάζει για μεγάλο μέρος της κινηματογραφικής κοινότητας να έχει ήδη παλιώσει πριν ακόμη καλά-καλά εφαρμοστεί. Είναι στα αλήθεια να απορεί κανείς πώς μέσα σε αυτό το διαρκώς μεταβαλλόμενο τοπίο και την κρατική χρηματοδότηση σε ναδίρ εποχών, το ελληνικό σινεμά έχει καταφέρει εκ των ενόντων να γνωρίσει μια πρωτοφανή πορεία σε διεθνή φεστιβάλ που συνεχίζεται ακάθεκτη για τρίτη χρονιά. Και φέτος μάλιστα η ευπρόσδεκτη καταιγίδα των ελληνικών συμμετοχών στα διεθνή φεστιβάλ δε λέει να κοπάσει. Tο L του Μπάμπη Μακρίδη ανοίγει το χορό συμμετέχοντας τον Ιανουάριο στο διεθνές διαγωνιστικό τμήμα του Σάντανς και λίγο μετά σε αυτό του Ρότερνταμ (25 Ιανουαρίου μέχρι 5 Φεβρουαρίου) εκεί όπου θα παρουσιαστούν τα νέα σχέδια της Αθηνάς-Ραχήλ Τσαγκάρη και του Αργύρη Παπαδημητρόπουλου στο φόρουμ συμπαραγωγών CineMart καθώς και το σκηνοθετικό ντεμπούτο του Έκτορα Λυγίζου Το Παιδί Τρώει το Φαγητό του Πουλιού ως work in progress. Ακολουθεί σε απόσταση αναπνοής η συμμετοχή του Σπύρου Σταθουλόπουλου στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Βερολίνου (9-19 Φεβρουαρίου) με τη δεύτερη ταινία του Μετέωρα. Σε κάποιο βαθμό η Ελλάδα, έχοντας γίνει πρωτοσέλιδο σε όλο τον πλανήτη είναι αναμενόμενο να αποτελεί ακόμη και κινηματογραφικά ένα αξιοπερίεργο και καυτό πεδίο επικαιρότητας για διεθνείς προγραμματιστές και πολιτικά ευαίσθητους επιμελητές που αναζητούν τη νέα φτωχή πλην τίμια κινηματογραφία (όπως άλλοτε το Ιράν ή πιο πρόσφατα η Ρουμανία) που θα αναδείξουν τσουβαλιάζοντας, αυθαίρετα συχνά, ετερόκλητους δημιουργούς και ακόμη πιο άνισες μεταξύ τους προσπάθειες. Δεν είμαι πάντως σίγουρα από αυτούς που θα ευχόταν να δει τους Έλληνες κινηματογραφιστές να φτιάχνουν κατά παραγγελία το νέο εγχώριο genre που θα μπορούσε να ονομαστεί πρόχειρα «σινεμά της κρίσης» επενδύοντας βραχυπρόθεσμα και πρόχειρα σε μια πνιγηρή πραγματικότητα που σίγουρα δεν αφήνει κανέναν ανεπηρέαστο. Προτιμώ χίλιες φορές την ελαφρότητα και τον αυθορμητισμό του Ξεναγού του Ζαχαρία Μαυροειδή. Ούτε θα ήθελα να παραβλέψω την εύστοχη ματιά κριτικών όπως ο Τζέι Γουάισμπεργκ του Variety που μιλούσε στην κριτική του για τον Άδικο Κόσμο του Φίλιππου Τσίτου με έμφαση χτυπώντας το καμπανάκι για ένα κύμα ελληνικών ταινιών που φλερτάρουν με το παράλογο (absurd στο πρωτότυπο) και έχουν γίνει μόδα στους κύκλους της διεθνούς κριτικής λόγω Λάνθιμου και του σεναριογράφου του Ευθύμη Φιλίππου. Ευτυχώς για την ώρα είναι πολύ δύσκολο να βάλεις κάτω από μια ετικέτα το σινεμά του Λάνθιμου και του Γιάννη Οικονομίδη, τη Χώρα Προέλευσης του Σύλλα Τζουμέρκα και την Ιστορία 52 του Αλέξη Αλεξίου ή τη διόρθωση του Θάνου Αναστόπουλου. Το παράδοξο ωστόσο παραμένει ότι την ίδια στιγμή όμως ο εσωτερικός αντίκτυπος των πολυταξιδεμένων πλέον ελληνικών ταινιών μοιάζει μηδαμινός -αποτέλεσμα που σίγουρα συνδέεται και με τη συνολική πτώση των εισιτηρίων- προορισμένος για την ώρα να ανακυκλώνεται στα σινεφίλ πηγαδάκια, στους επαγγελματικούς κύκλους και τις καλλιτεχνικές στήλες άντε και στις πατριωτικές ανακοινώσεις του Υπουργείου Πολιτισμού που προσπαθεί κάτι να κλέψει από τη λάμψη των διεθνών επιτυχιών. Στη σκληρή πραγματικότητα των αριθμών όμως ο στόχος ακόμη και των 10000 εισιτηρίων μοιάζει σχεδόν άπιαστο όνειρο, ούτε καν για τις βραβευμένες στη Βενετία Άλπεις του Γιώργου Λάνθιμου. Η έξοδος του Άδικου Κόσμου του Φίλιππου Τσίτου στις αίθουσες αυτό το μήνα με ατού πέρα από τις πρόσφατες δάφνες στο φεστιβάλ του Σαν Σεμπαστιάν (βραβείο σκηνοθεσίας και ανδρικής ερμηνείας) το όνομα του Αντώνη Καφετζόπουλου στον πρωταγωνιστικό ρόλο θα αποτελέσει ένα ακόμη τεστ και στοίχημα για την πολυπόθητη συνάντηση με το θεατή. Το κενό ανάμεσα στις ταινίες και το κοινό είναι αν μη τι άλλο αναμφισβήτητο, φαντάζει σχεδόν σαν αγεφύρωτο χάσμα που ενισχύεται ακόμη πιο πολύ από την απουσία της εγχώριας κινηματογραφικής κριτικής που βρίσκεται, όπως και ένα μεγάλο μέρος της δημοσιογραφίας, καταδικασμένη σε πλήρη ανυποληψία. Ψάχνοντας μια εξήγηση δεν είναι λίγοι αυτοί που μιλούν για ελιτισμό, για ένα σινεμά αυτιστικό και ένα συγκυριακό διεθνιστικό, αυτή τη φορά, φεστιβαλισμό όπως συνέβαινε προ αμνημονεύτων ετών με το τότε αμιγώς ελληνικό Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Το φαινόμενο είναι σύνθετο και όχι αποκλειστικά ελληνικό, αλλά κυρίως ευρωπαϊκό με σωρούς ταινιών που παράγονται ανακυκλώνοντας κρατικές και κοινοτικές χρηματοδοτήσεις προκειμένου να διατηρηθεί ζωντανή η παραγωγή χωρίς να υπάρχει ενδιαφέρον απαραίτητα για το λεγόμενο ταμείο. Το παραγόμενο προϊόν είναι γνωστό ως η κακώς εννοούμενη «φεστιβαλική» ταινία προορισμένη να ζήσει και να καταναλωθεί σε ένα αυστηρά περιορισμένο κύκλωμα όπως αυτό των διεθνών φεστιβάλ. Ένα προϊόν όμως που απειλείται πλέον καθώς η οικονομική κρίση έχει στεγνώσει αυτού του είδους τις «επενδύσεις» και αυτό καλό θα είναι να το έχει στο μυαλό του προς αποφυγή ο κάθε έλληνας σκηνοθέτης. Οι κατηγορίες πάντως όσον αφορά το ελληνικό σινεμά θυμίζουν σε εμένα τουλάχιστον αυτές που ακουγόταν κάποτε στη δεκαετία του ’90 «για μια γενιά σκηνοθετών που βύθισαν τους θεατές σε βαθιά χασμουρητά» για να ανατρέξουμε στον «εθνικό» μας, πλέον, τροβαδούρο, δείχνοντας για άλλη μια φορά ότι η μεμψιμοιρία αποτελεί εθνικό σπορ. Το κυνήγι πάντως της συμμετοχής, συχνά σε βαθμό παροξυσμού, απλά σε κάποιο διεθνές φεστιβάλ και μάλιστα όσο πιο μεγάλο γίνεται με στόχο τη νομιμοποίηση της καλλιτεχνικής αξίας της ταινίας, καθώς όπως είναι γνωστό «έξω ξέρουν καλύτερα», μοιάζει με εντελώς αδιέξοδο πρωταθλητισμό και δε θα αντέξει να συντηρήσει για πολύ χρόνο μια υγιή κινηματογραφία που εξ ορισμού πρέπει να πατάει και στα εγχώρια πόδια της για να μακροημερεύσει. Ο Μαχαιροβγάλτης για παράδειγμα ήταν για αρκετούς η καλύτερη ελληνική ταινία του 2010 και όμως προσπεράστηκε από τα μεγάλα διεθνή φεστιβάλ και ταξίδεψε ελάχιστα. Το σημαντικότερο όμως πλήγμα ήταν ότι η ταινία του Οικονομίδη δεν έφτασε ποτέ στο κοινό κόβοντας ελάχιστα εισιτήρια όσο και αν το αφορούσε όσο λίγες. Όπως και να έχει αναμφισβήτητα οι ελληνικές ταινίες είναι πλέον στην ατζέντα των διεθνών φεστιβάλ, των sales agents και των διεθνών συμπαραγωγών κάτι που δεν έχει ξανασυμβεί ποτέ στα δικά μας περιορισμένα κινηματογραφικά χρονικά και αυτή είναι μια παραπάνω από πολύτιμη προίκα για οποιονδήποτε έχει την παραμικρή σχέση με το εγχώριο σινεμά. Ο Όρσον Γουέλς διακήρυττε δεκαετίες πριν με σθένος ότι ο δημιουργός οφείλει να βρίσκεται πάντοτε σε δυσμενή θέση για να φτιάξει αληθινή τέχνη. Η συγκυρία το έφερε και μια ολόκληρη γενιά σκηνοθετών βρίσκεται μαζί με μια ολόκληρη χώρα στα όρια της αβύσσου. Ο συνδυασμός μοιάζει ιδανικός αν αληθεύει η ρήση ότι η κρίση πάντα γεννάει σπουδαία τέχνη.

(Λευτέρης Αδαμίδης Περιοδικό ΜΟΝΟ, τεύχος 1, 31/1/2012)